πυκνογραμμένος

πυκνογραμμένος
-η, -ο
ο πυκνά γραμμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυκνογραμμένος — η, ο, Ν γραμμένος πυκνά, χωρίς μεγάλα διαστήματα ανάμεσα στις συλλαβές ή στις λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + γραμμένος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”